Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στύγνωσον
στυγόδεμνος
στύγος
στυλάριον
στυλίδιον
στυλίζω
στυλίον
στυλίς
στυλίσκος
στυλίτης
στυλοβάτης
στυλογλύφος
στυλοειδής
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύλωμα
View word page
στυλίον
στῡλ-ίον, τό, Dim. of στῦλος, dub. in Sammelb. 2025b .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στυλίον
Headword (normalized):
στυλίον
Headword (normalized/stripped):
στυλιον
IDX:
97371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97372
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῡλ-ίον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">στῦλος</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 2025b </span>.</div><br><br>'}