Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στύγνασις
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στύγνωσον
στυγόδεμνος
στύγος
στυλάριον
στυλίδιον
στυλίζω
στυλίον
στυλίς
στυλίσκος
στυλίτης
στυλοβάτης
στυλογλύφος
στυλοειδής
στυλοπινάκιον
View word page
στυλάριον
στῡλ-άριον, τό, Dim. of στῦλος (prob. 4 ), PIand. 11.8 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στυλάριον
Headword (normalized):
στυλάριον
Headword (normalized/stripped):
στυλαριον
IDX:
97368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97369
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῡλ-άριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">στῦλος</span> (prob. <span class="bibl"> 4 </span>), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PIand.</span> 11.8 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}