Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στυγερώπης
στυγερωπός
στυγέω
στύγημα
στυγηρός
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στύγνασις
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στύγνωσον
στυγόδεμνος
στύγος
στυλάριον
στυλίδιον
στυλίζω
View word page
στυγνοποιέω
στυγνοποι-έω,
A). sadden, make gloomy, Gloss.


ShortDef

sadden, make gloomy

Debugging

Headword:
στυγνοποιέω
Headword (normalized):
στυγνοποιέω
Headword (normalized/stripped):
στυγνοποιεω
IDX:
97360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97361
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στυγνοποι-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sadden, make gloomy,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}