Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντερέσσω
ἀντερίζω
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
ἀντέρως
ἀντερωτάω
ἀντέσο
ἀντεστραμμένως
ἀντεταγών
ἀντεταιῶς
ἀντετοῦς
ἀντευδοκιμέω
ἀντευεργετέω
ἀντευεργέτημα
ἀντευεργέτης
ἀντευεργετικός
ἀντεύκρατος
ἀντευνοέω
ἀντευπάσχω
ἀντευποιΐα
ἀντεύφρασμα
View word page
ἀντετοῦς
ἀντετοῦς·
τοῦ αὐτοῦ ἔτους
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντετοῦς
Headword (normalized):
ἀντετοῦς
Headword (normalized/stripped):
αντετους
IDX:
9735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9736
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντετοῦς·</span> <span class="foreign greek">τοῦ αὐτοῦ ἔτους</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}