Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στύγει
στυγερός
στυγερώπης
στυγερωπός
στυγέω
στύγημα
στυγηρός
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στύγνασις
στυγνία
στυγνοποιέω
στυγνοποιός
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στύγνωσον
στυγόδεμνος
στύγος
στυλάριον
View word page
στύγνασις
στύγν-ᾰσις, εως, ,= στυγνότης, Apollod. ap. Stob. 1.49.50 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στύγνασις
Headword (normalized):
στύγνασις
Headword (normalized/stripped):
στυγνασις
IDX:
97358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97359
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στύγν-ᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">στυγνότης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollod.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.49.50 </span>.</div><br><br>'}