Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνάομαι
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρώννυμι
στρῶσις
στρωτήρ
στρωτηρίδιον
στρωτήριον
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στυαγόν
στύβη
στυγάνωρ
στύγαξ
στύγει
στυγερός
View word page
στρωτήριον
στρω-τήριον, τό,= foreg., EM 228.49 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρωτήριον
Headword (normalized):
στρωτήριον
Headword (normalized/stripped):
στρωτηριον
IDX:
97339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97340
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρω-τήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:228:49" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:228.49/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 228.49 </a>.</div><br><br>'}