Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνάομαι
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρώννυμι
στρῶσις
στρωτήρ
στρωτηρίδιον
στρωτήριον
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στυαγόν
στύβη
στυγάνωρ
στύγαξ
στύγει
View word page
στρωτηρίδιον
στρω-τηρίδιον, τό, Dim. of foreg., Hsch., Suid.
A). s.v. γερράδια .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρωτηρίδιον
Headword (normalized):
στρωτηρίδιον
Headword (normalized/stripped):
στρωτηριδιον
IDX:
97338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97339
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρω-τηρίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">γερράδια</span> .</div> </div><br><br>'}