Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνάομαι
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρώννυμι
στρῶσις
στρωτήρ
στρωτηρίδιον
στρωτήριον
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στυαγόν
στύβη
View word page
στρώννυμι
στρώννυμι and στρωμᾰτο-ύω,
A). v. στόρνυμι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρώννυμι
Headword (normalized):
στρώννυμι
Headword (normalized/stripped):
στρωννυμι
IDX:
97335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97336
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρώννυμι</span> and <span class="orth greek">στρωμᾰτο-ύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στόρνυμι</span> .</div> </div><br><br>'}