Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνάομαι
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρώννυμι
στρῶσις
στρωτήρ
στρωτηρίδιον
στρωτήριον
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
View word page
στρωμνάομαι
στρωμνάομαι, in pf. part. ἐστρωμνημένος· ὁ ἐν τῇ στρωμνῇ μένων, Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρωμνάομαι
Headword (normalized):
στρωμνάομαι
Headword (normalized/stripped):
στρωμναομαι
IDX:
97332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97333
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρωμνάομαι</span>, in pf. part. <span class="foreign greek">ἐστρωμνημένος· ὁ ἐν τῇ στρωμνῇ μένων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}