Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρύφνος
στρυφνότης
στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνάομαι
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρώννυμι
στρῶσις
στρωτήρ
στρωτηρίδιον
στρωτήριον
στρώτης
View word page
στρωματοφθορέω
στρωμᾰτο-φθορέω,
A). spoil carpets, v. σωματοφθ- .


ShortDef

spoil carpets

Debugging

Headword:
στρωματοφθορέω
Headword (normalized):
στρωματοφθορέω
Headword (normalized/stripped):
στρωματοφθορεω
IDX:
97330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97331
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρωμᾰτο-φθορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spoil carpets</span>, v. <span class="ref greek">σωματοφθ-</span> .</div> </div><br><br>'}