Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντέρεισις
ἀντέρεισμα
ἀντερειστικός
ἀντερέσσω
ἀντερίζω
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
ἀντέρως
ἀντερωτάω
ἀντέσο
ἀντεστραμμένως
ἀντεταγών
ἀντεταιῶς
ἀντετοῦς
ἀντευδοκιμέω
ἀντευεργετέω
ἀντευεργέτημα
ἀντευεργέτης
ἀντευεργετικός
ἀντεύκρατος
ἀντευνοέω
View word page
ἀντεστραμμένως
ἀντεστραμμένως
, Adv. pf. part. Pass. of
ἀντιστρέφω
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντεστραμμένως
Headword (normalized):
ἀντεστραμμένως
Headword (normalized/stripped):
αντεστραμμενως
IDX:
9732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9733
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντεστραμμένως</span>, Adv. pf. part. Pass. of <span class="foreign greek">ἀντιστρέφω</span> (q. v.).</div><br><br>'}