Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντέρεισμα
ἀντερειστικός
ἀντερέσσω
ἀντερίζω
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
ἀντέρως
ἀντερωτάω
ἀντέσο
ἀντεστραμμένως
ἀντεταγών
ἀντεταιῶς
ἀντετοῦς
ἀντευδοκιμέω
ἀντευεργετέω
ἀντευεργέτημα
ἀντευεργέτης
ἀντευεργετικός
ἀντεύκρατος
View word page
ἀντέσο
ἀντέσο· ἀντί<α> Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντέσο
Headword (normalized):
ἀντέσο
Headword (normalized/stripped):
αντεσο
IDX:
9731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9732
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντέσο·</span> <span class="foreign greek">ἀντί&lt;α&gt;</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}