Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρόφος
στροφώδης
στρόφωμα
στροφωμάτιον
στροφωτήρ
στροφωτός
στρύζω
Στρυμονίας
στρύμοξ
Στρυμών
στρυνύζω
στρυπτηρία
στρυφαλίς
στρυφνός
στρύφνος
στρυφνότης
στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
στρωματεύς
στρωματίζω
View word page
στρυνύζω
στρυνύζω,
A). v. στρηνύζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρυνύζω
Headword (normalized):
στρυνύζω
Headword (normalized/stripped):
στρυνυζω
IDX:
97316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97317
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρυνύζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στρηνύζω</span> .</div> </div><br><br>'}