Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στροφόομαι
στροφοποιός
στρόφος
στροφώδης
στρόφωμα
στροφωμάτιον
στροφωτήρ
στροφωτός
στρύζω
Στρυμονίας
στρύμοξ
Στρυμών
στρυνύζω
στρυπτηρία
στρυφαλίς
στρυφνός
στρύφνος
στρυφνότης
στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
View word page
στρύμοξ
στρύμοξ· ξύλον μεμηχανημένον ἐν ταῖς ληνοῖς πρὸς τὴν τῶν σταφυλῶν ἔκθλιψιν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρύμοξ
Headword (normalized):
στρύμοξ
Headword (normalized/stripped):
στρυμοξ
IDX:
97314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97315
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρύμοξ·</span> <span class="foreign greek">ξύλον μεμηχανημένον ἐν ταῖς ληνοῖς πρὸς τὴν τῶν σταφυλῶν ἔκθλιψιν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}