Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρόφις
στροφίς
στροφίσκος
στροφοδινέομαι
στροφόομαι
στροφοποιός
στρόφος
στροφώδης
στρόφωμα
στροφωμάτιον
στροφωτήρ
στροφωτός
στρύζω
Στρυμονίας
στρύμοξ
Στρυμών
στρυνύζω
στρυπτηρία
στρυφαλίς
στρυφνός
στρύφνος
View word page
στροφωτήρ
στροφ-ωτήρ, ῆρος, , μεθ’ οὗ δεσμοῦνται αἱ κῶπαι, Gloss. (sine alio interpr.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στροφωτήρ
Headword (normalized):
στροφωτήρ
Headword (normalized/stripped):
στροφωτηρ
IDX:
97310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97311
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στροφ-ωτήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> <span class="foreign greek">, μεθ’ οὗ δεσμοῦνται αἱ κῶπαι</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> (sine alio interpr.).</div><br><br>'}