Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρόμβος
στρομβόω
στρομβώδης
στροπά
στροταγέω
στρουθάριον
στρούθειος
στρουθίας
στρουθιασμός
στρουθίζω
στρούθινος
στρουθίον
στρουθίς
στρουθισμός
στρουθίων
στρουθοκάμηλος
στρουθοκέφαλος
στρουθοπιαστής
στρουθόπους
στρουθός
Στρουθοφάγοι
View word page
στρούθινος
στρούθ-ινος, η, ον,
A). of στρούθειον, στέφανος Ath. 15.679b .


ShortDef

of στρούθειον, quince

Debugging

Headword:
στρούθινος
Headword (normalized):
στρούθινος
Headword (normalized/stripped):
στρουθινος
IDX:
97269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97270
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρούθ-ινος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of</span> <span class="quote greek">στρούθειον, στέφανος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:15:679b" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:15.679b/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 15.679b </a> .</div> </div><br><br>'}