Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρομβεῖον
στρομβέω
στρόμβη
στρομβηδόν
στρόμβιλον
στρομβοειδής
στρόμβος
στρομβόω
στρομβώδης
στροπά
στροταγέω
στρουθάριον
στρούθειος
στρουθίας
στρουθιασμός
στρουθίζω
στρούθινος
στρουθίον
στρουθίς
στρουθισμός
στρουθίων
View word page
στροταγέω
στροταγέω, στρόταγος, στρότος,
A). v. στρατηγέω, στρατηγός, στρατός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στροταγέω
Headword (normalized):
στροταγέω
Headword (normalized/stripped):
στροταγεω
IDX:
97263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97264
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στροταγέω</span>, <span class="orth greek">στρόταγος</span>, <span class="orth greek">στρότος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στρατηγέω, στρατηγός, στρατός</span> .</div> </div><br><br>'}