Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στροιβᾶν
στρομβεῖον
στρομβέω
στρόμβη
στρομβηδόν
στρόμβιλον
στρομβοειδής
στρόμβος
στρομβόω
στρομβώδης
στροπά
στροταγέω
στρουθάριον
στρούθειος
στρουθίας
στρουθιασμός
στρουθίζω
στρούθινος
στρουθίον
στρουθίς
στρουθισμός
View word page
στροπά
στροπά· ἀστραπή, Πάφιοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στροπά
Headword (normalized):
στροπά
Headword (normalized/stripped):
στροπα
IDX:
97262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97263
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στροπά·</span> <span class="foreign greek">ἀστραπή, Πάφιοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}