Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρογγυλώψ
στροιβᾶν
στρομβεῖον
στρομβέω
στρόμβη
στρομβηδόν
στρόμβιλον
στρομβοειδής
στρόμβος
στρομβόω
στρομβώδης
στροπά
στροταγέω
στρουθάριον
στρούθειος
στρουθίας
στρουθιασμός
στρουθίζω
στρούθινος
στρουθίον
στρουθίς
View word page
στρομβώδης
στρομβ-ώδης,
A). v. στρομβοειδής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρομβώδης
Headword (normalized):
στρομβώδης
Headword (normalized/stripped):
στρομβωδης
IDX:
97261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97262
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρομβ-ώδης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στρομβοειδής</span> .</div> </div><br><br>'}