Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στροιβᾶν
στρομβεῖον
στρομβέω
στρόμβη
στρομβηδόν
στρόμβιλον
στρομβοειδής
στρόμβος
στρομβόω
στρομβώδης
στροπά
στροταγέω
στρουθάριον
στρούθειος
στρουθίας
στρουθιασμός
View word page
στρόμβιλον
στρόμβ-ιλον·
περιδεδινημένον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στρόμβιλον
Headword (normalized):
στρόμβιλον
Headword (normalized/stripped):
στρομβιλον
IDX:
97257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97258
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρόμβ-ιλον·</span> <span class="foreign greek">περιδεδινημένον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}