Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στροιβᾶν
στρομβεῖον
στρομβέω
στρόμβη
στρομβηδόν
στρόμβιλον
στρομβοειδής
στρόμβος
στρομβόω
στρομβώδης
στροπά
στροταγέω
στρουθάριον
στρούθειος
στρουθίας
View word page
στρομβηδόν
στρομβ-ηδόν
, Adv.
A).
like a top, whirling,
APl.
4.300
.
ShortDef
like a top, whirling
Debugging
Headword:
στρομβηδόν
Headword (normalized):
στρομβηδόν
Headword (normalized/stripped):
στρομβηδον
IDX:
97256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97257
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρομβ-ηδόν</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like a top, whirling,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">APl.</span> 4.300 </span>.</div> </div><br><br>'}