Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στροιβᾶν
στρομβεῖον
στρομβέω
στρόμβη
στρομβηδόν
στρόμβιλον
στρομβοειδής
στρόμβος
στρομβόω
στρομβώδης
στροπά
στροταγέω
στρουθάριον
View word page
στρομβέω
στρομβ-έω,
A). = στροβέω, συστρέφω , Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρομβέω
Headword (normalized):
στρομβέω
Headword (normalized/stripped):
στρομβεω
IDX:
97254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97255
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρομβ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">στροβέω, συστρέφω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}