Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρογγυλοδίνητος
στρογγυλοειδής
στρογγυλόκαυλος
στρογγυλόλοβος
στρογγυλοναύτης
στρογγυλόπλευρος
στρογγυλόπους
στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στροιβᾶν
στρομβεῖον
στρομβέω
στρόμβη
στρομβηδόν
στρόμβιλον
View word page
στρογγυλοτομία
στρογγῠλο-τομία, ,
A). operation for abscess, Cass.Fel. 18 .


ShortDef

operation for abscess

Debugging

Headword:
στρογγυλοτομία
Headword (normalized):
στρογγυλοτομία
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλοτομια
IDX:
97247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρογγῠλο-τομία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">operation for abscess</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0733.tlg001:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0733.tlg001:18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cass.Fel.</span> 18 </a>.</div> </div><br><br>'}