Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στρογγύλισμα
στρογγύλλω
στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
στρογγυλοδίνητος
στρογγυλοειδής
στρογγυλόκαυλος
στρογγυλόλοβος
στρογγυλοναύτης
στρογγυλόπλευρος
στρογγυλόπους
στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στροιβᾶν
στρομβεῖον
View word page
στρογγυλόπους
στρογγῠλό-πους
δίφρος
, chair
A).
with round legs,
IG
22.1414.13
(
-πος
lapis).
ShortDef
with round legs
Debugging
Headword:
στρογγυλόπους
Headword (normalized):
στρογγυλόπους
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλοπους
IDX:
97243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97244
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρογγῠλό-πους</span> <span class="foreign greek">δίφρος</span>, chair <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with round legs,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 22.1414.13 </span> (<span class="foreign greek">-πος</span> lapis).</div> </div><br><br>'}