Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρογγύλευμα
στρογγυλίζω
στρογγύλιον
στρογγύλισμα
στρογγύλλω
στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
στρογγυλοδίνητος
στρογγυλοειδής
στρογγυλόκαυλος
στρογγυλόλοβος
στρογγυλοναύτης
στρογγυλόπλευρος
στρογγυλόπους
στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
View word page
στρογγυλόλοβος
στρογγῠλό-λοβος, ον,
A). with round pods, ib. 8.5.2 .


ShortDef

with round pods

Debugging

Headword:
στρογγυλόλοβος
Headword (normalized):
στρογγυλόλοβος
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλολοβος
IDX:
97240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97241
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρογγῠλό-λοβος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with round pods</span>, ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:8:5:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:8:5:2/canonical-url/"> 8.5.2 </a>.</div> </div><br><br>'}