Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στροβιλώδης
στροβόομαι
στρόβος
στροβύλος
στρογγυλαίνω
στρογγύλευμα
στρογγυλίζω
στρογγύλιον
στρογγύλισμα
στρογγύλλω
στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
στρογγυλοδίνητος
στρογγυλοειδής
στρογγυλόκαυλος
στρογγυλόλοβος
στρογγυλοναύτης
στρογγυλόπλευρος
View word page
στρογγύλιον
στρογγῠ/λ-ιον
,
τό
,
A).
round pot, flask,
POxy.
155.8
(vi A.D.).
ShortDef
round pot, flask
Debugging
Headword:
στρογγύλιον
Headword (normalized):
στρογγύλιον
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλιον
IDX:
97232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97233
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρογγῠ/λ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">round pot, flask,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 155.8 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}