Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στροβιλώδης
στροβόομαι
στρόβος
στροβύλος
στρογγυλαίνω
στρογγύλευμα
στρογγυλίζω
στρογγύλιον
στρογγύλισμα
στρογγύλλω
στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
View word page
στροβόομαι
στροβόομαι,= ἰλιγγιάω, Moer. p.196 P.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στροβόομαι
Headword (normalized):
στροβόομαι
Headword (normalized/stripped):
στροβοομαι
IDX:
97226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97227
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στροβόομαι</span>,= <span class="foreign greek">ἰλιγγιάω</span>, Moer.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1204.tlg001:p.196" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1204.tlg001:p.196/canonical-url/"> p.196 </a> P.</div><br><br>'}