Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στροβιλέω
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στροβιλώδης
στροβόομαι
στρόβος
στροβύλος
στρογγυλαίνω
στρογγύλευμα
στρογγυλίζω
στρογγύλιον
στρογγύλισμα
στρογγύλλω
View word page
στροβιλόω
στροβῑλ-όω,
A). turn about, keep going, τὴν γλῶσσαν Plu. 2.235e .


ShortDef

turn about, keep going

Debugging

Headword:
στροβιλόω
Headword (normalized):
στροβιλόω
Headword (normalized/stripped):
στροβιλοω
IDX:
97224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97225
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στροβῑλ-όω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">turn about, keep going</span>, <span class="quote greek">τὴν γλῶσσαν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.235e </span> .</div> </div><br><br>'}