Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλέω
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στροβιλώδης
στροβόομαι
στρόβος
στροβύλος
στρογγυλαίνω
στρογγύλευμα
View word page
στροβιλίτης
στροβῑλ-ίτης [ῑτ],
A). flavoured with pine-cones, οἶνος Dsc. 5.35 .


ShortDef

flavoured with pine-cones

Debugging

Headword:
στροβιλίτης
Headword (normalized):
στροβιλίτης
Headword (normalized/stripped):
στροβιλιτης
IDX:
97220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97221
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στροβῑλ-ίτης</span> <span class="pron greek">[ῑτ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flavoured with pine-cones</span>, <span class="quote greek">οἶνος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.35 </span> .</div> </div><br><br>'}