Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλέω
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στροβιλώδης
στροβόομαι
στρόβος
στροβύλος
View word page
στροβίλινος
στροβῑ/λ-ινος
,
η
,
ον
,
A).
of a pine-cone
,
ῥητίνη
Dsc.
1.71
,
Gal.
6.288
; cf.
στροβιλεϊνόν
.
ShortDef
of a pine-cone
Debugging
Headword:
στροβίλινος
Headword (normalized):
στροβίλινος
Headword (normalized/stripped):
στροβιλινος
IDX:
97218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97219
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στροβῑ/λ-ινος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of a pine-cone</span>, <span class="quote greek">ῥητίνη</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.71 </span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.288 </span>; cf. <span class="foreign greek">στροβιλεϊνόν</span>.</div> </div><br><br>'}