Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στροβελόν
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλέω
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στροβιλώδης
στροβόομαι
στρόβος
View word page
στροβιλίζω
στροβῑλ-ίζω
,
A).
twist about
,
αὐχένα
AP
6.94
(
Phil.
).
ShortDef
to twist about
Debugging
Headword:
στροβιλίζω
Headword (normalized):
στροβιλίζω
Headword (normalized/stripped):
στροβιλιζω
IDX:
97217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97218
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στροβῑλ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">twist about</span>, <span class="quote greek">αὐχένα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.94 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}