Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στριφοῦ
στροβεία
στροβελόν
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλέω
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στροβιλώδης
View word page
στροβιλεών
στροβῑλ-εών
,
ῶνος
,
ὁ
,(
A).
στρόβιλος
7
), Lat.
pinetum,
Gloss.
ShortDef
pinetum
Debugging
Headword:
στροβιλεών
Headword (normalized):
στροβιλεών
Headword (normalized/stripped):
στροβιλεων
IDX:
97215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97216
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στροβῑλ-εών</span>, <span class="itype greek">ῶνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">στρόβιλος</span> <span class="bibl"> 7 </span> ), Lat. <span class="tr" style="font-weight: bold;">pinetum,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}