Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στριφνότης
στρίφος
στριφοῦ
στροβεία
στροβελόν
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλέω
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
View word page
στροβιλεϊνόν
στροβῑλ-εϊνόν,=
A). pinetum (fort. pineum), ib.


ShortDef

pinetum

Debugging

Headword:
στροβιλεϊνόν
Headword (normalized):
στροβιλεϊνόν
Headword (normalized/stripped):
στροβιλεινον
IDX:
97213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97214
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στροβῑλ-εϊνόν</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pinetum</span> (fort. <span class="tr" style="font-weight: bold;">pineum</span>), ib.</div> </div><br><br>'}