Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στρῆξις
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στρίφος
στριφοῦ
στροβεία
στροβελόν
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλέω
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
View word page
στροβελόν
στροβελόν·
σκολιόν, καμπύλον
,
Hsch.
στροβελός·
σοβαρός, τρυφερός
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στροβελόν
Headword (normalized):
στροβελόν
Headword (normalized/stripped):
στροβελον
IDX:
97207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97208
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στροβελόν·</span> <span class="foreign greek">σκολιόν, καμπύλον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">στροβελός·</span> <span class="foreign greek">σοβαρός, τρυφερός</span>, Id.</div><br><br>'}