Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρηνύεται
στρηνύζω
στρῆξις
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στρίφος
στριφοῦ
στροβεία
στροβελόν
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλέω
στροβιλεών
View word page
στριφοῦ
στριφοῦ· λαμπόδικε, ἀπόκνισον, Hsch. στροβάζων· συνεχῶς στρεφόμενος, Id. στροβάνῑκος· ἡ τῷ στροβεῖν νικῶσα, Id. στροβανίσκος, ,
A). tripod, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στριφοῦ
Headword (normalized):
στριφοῦ
Headword (normalized/stripped):
στριφου
IDX:
97205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97206
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στριφοῦ·</span> <span class="foreign greek">λαμπόδικε, ἀπόκνισον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">στροβάζων·</span> <span class="foreign greek">συνεχῶς στρεφόμενος</span>, Id. <span class="orth greek">στροβάνῑκος·</span> <span class="foreign greek">ἡ τῷ στροβεῖν νικῶσα</span>, Id. <span class="orth greek">στροβανίσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tripod</span>, Id.</div> </div><br><br>'}