Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνός
στρηνόφωνος
στρηνύεται
στρηνύζω
στρῆξις
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στρίφος
στριφοῦ
στροβεία
στροβελόν
View word page
στρῆξις
στρῆξις
, prob.
A).
f.l. for
στήριξις
in Al.
Le.
26.9
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στρῆξις
Headword (normalized):
στρῆξις
Headword (normalized/stripped):
στρηξις
IDX:
97197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97198
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρῆξις</span>, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">στήριξις</span> in Al.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Le.</span> 26.9 </span>.</div> </div><br><br>'}