Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρεψίμαλλος
στρέψις
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνός
στρηνόφωνος
στρηνύεται
στρηνύζω
στρῆξις
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στρίφος
στριφοῦ
View word page
στρηνύεται
στρηνύεται· στρηνιᾷ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρηνύεται
Headword (normalized):
στρηνύεται
Headword (normalized/stripped):
στρηνυεται
IDX:
97195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97196
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρηνύεται·</span> <span class="foreign greek">στρηνιᾷ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}