Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρεψηλάκατος
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
στρέψις
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνός
στρηνόφωνος
στρηνύεται
στρηνύζω
στρῆξις
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
View word page
στρηνός
στρηνός, , όν,= στρηνής, Nicostr.Com. 42 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρηνός
Headword (normalized):
στρηνός
Headword (normalized/stripped):
στρηνος
IDX:
97193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97194
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρηνός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>,= <span class="foreign greek">στρηνής</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0484.tlg001:42" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0484.tlg001:42/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nicostr.Com.</span> 42 </a>.</div><br><br>'}