στρηνής,
ές,
A). rough, harsh, esp. of sounds: hence neut. as Adv.,[
ὕδωρ] στρηνὲς περὶ στυφελῇ βρέμει ἀκτῇ A.R. 2.323 ;
στρηνὲς φωνεῦσα [θάλασσα]
AP 7.287 (Antip.);
σάλπιγξ στρηνὲς φθεγξαμένη piercing, ib.
6.350 (
Crin.): cf.
στρηνός, στρηνύζω. (Perh. connected with
στερεός, Lat.
strenuus.)