Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρεπτοφόρος
στρευγεδών
στρεύγω
στρέφανον
στρεφεδινέω
στρέφος
στρέφω
στρέφωσις
στρεψαῖος
στρεψαύχην
στρεψηλάκατος
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
στρέψις
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνός
View word page
στρεψηλάκατος
στρεψηλάκᾰτος [ᾰκ],,
A). turning the spindle, epith. of δαίμονες, PMag.Par. 1.1358 .


ShortDef

turning the spindle

Debugging

Headword:
στρεψηλάκατος
Headword (normalized):
στρεψηλάκατος
Headword (normalized/stripped):
στρεψηλακατος
IDX:
97183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97184
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρεψηλάκᾰτος</span> [<span class="foreign greek">ᾰκ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">turning the spindle</span>, epith. of <span class="foreign greek">δαίμονες</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.1358 </span>.</div> </div><br><br>'}