Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρεπτίνδᾰ
στρεπτόλυτον
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρευγεδών
στρεύγω
στρέφανον
στρεφεδινέω
στρέφος
στρέφω
στρέφωσις
στρεψαῖος
στρεψαύχην
στρεψηλάκατος
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
στρέψις
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
View word page
στρέφωσις
στρέφωσις· κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη, Hsch. (cf. στέρφος).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρέφωσις
Headword (normalized):
στρέφωσις
Headword (normalized/stripped):
στρεφωσις
IDX:
97180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97181
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρέφωσις·</span> <span class="foreign greek">κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">στέρφος</span>).</div><br><br>'}