Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρεπτίκιος
στρεπτικός
στρεπτίνδᾰ
στρεπτόλυτον
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρευγεδών
στρεύγω
στρέφανον
στρεφεδινέω
στρέφος
στρέφω
στρέφωσις
στρεψαῖος
στρεψαύχην
στρεψηλάκατος
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
στρέψις
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
View word page
στρέφος
στρέφος· στρέμμα, δέρμα, βύρσα, Δωριεῖς, Hsch. (cf. στέρφος, στρέφωσις).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρέφος
Headword (normalized):
στρέφος
Headword (normalized/stripped):
στρεφος
IDX:
97178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97179
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρέφος·</span> <span class="foreign greek">στρέμμα, δέρμα, βύρσα, Δωριεῖς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">στέρφος, στρέφωσις</span>).</div><br><br>'}