Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρεπτάριον
στρεπτήρ
στρεπτίκιος
στρεπτικός
στρεπτίνδᾰ
στρεπτόλυτον
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρευγεδών
στρεύγω
στρέφανον
στρεφεδινέω
στρέφος
στρέφω
στρέφωσις
στρεψαῖος
στρεψαύχην
στρεψηλάκατος
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
στρέψις
View word page
στρέφανον
στρέφανον· ἀξίνη, καὶ πέλεκυς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρέφανον
Headword (normalized):
στρέφανον
Headword (normalized/stripped):
στρεφανον
IDX:
97176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97177
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρέφανον·</span> <span class="foreign greek">ἀξίνη, καὶ πέλεκυς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}