Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτάριον
στρεπτήρ
στρεπτίκιος
στρεπτικός
στρεπτίνδᾰ
στρεπτόλυτον
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρευγεδών
στρεύγω
στρέφανον
στρεφεδινέω
View word page
στρεπτήρ
στρεπτ-ήρ
,
ῆρος
,
ὁ
,
A).
=
στροφεύς
,
AP
5.293.7
(
Agath.
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στρεπτήρ
Headword (normalized):
στρεπτήρ
Headword (normalized/stripped):
στρεπτηρ
IDX:
97167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97168
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρεπτ-ήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">στροφεύς</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.293.7 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span></span>).</div> </div><br><br>'}