Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλοκέρως
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτάριον
στρεπτήρ
στρεπτίκιος
στρεπτικός
στρεπτίνδᾰ
στρεπτόλυτον
στρεπτός
στρεπτοφόρος
View word page
στρεβλωτής
στρεβλ-ωτής, οῦ, ,= στρεβλωτήριον, Lat.
A). eculeus, Gloss.


ShortDef

eculeus

Debugging

Headword:
στρεβλωτής
Headword (normalized):
στρεβλωτής
Headword (normalized/stripped):
στρεβλωτης
IDX:
97163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97164
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρεβλ-ωτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">στρεβλωτήριον</span>, Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eculeus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}