Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στράφω
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλοκέρως
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτάριον
στρεπτήρ
στρεπτίκιος
στρεπτικός
στρεπτίνδᾰ
View word page
στρέβλωμα
στρέβλ-ωμα, ατος, τό,
A). wrench, twist, Erot. s.v. σχάς ματα .


ShortDef

wrench, twist

Debugging

Headword:
στρέβλωμα
Headword (normalized):
στρέβλωμα
Headword (normalized/stripped):
στρεβλωμα
IDX:
97160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97161
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρέβλ-ωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wrench, twist</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Erot.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">σχάς ματα</span> .</div> </div><br><br>'}