Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στράφω
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλοκέρως
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
στρέπταιγλος
View word page
στρεβλοκέρως
στρεβλο-κέρως, ων,= foreg., Eust. 1394.39 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρεβλοκέρως
Headword (normalized):
στρεβλοκέρως
Headword (normalized/stripped):
στρεβλοκερως
IDX:
97155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97156
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρεβλο-κέρως</span>, <span class="itype greek">ων</span>,= foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1394:39" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1394.39/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1394.39 </a>.</div><br><br>'}