Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στράφω
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλοκέρως
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
View word page
στρεβλοκέρατος
στρεβλο-κέρᾱτος, ον,
A). with crumpled horns, Hsch. s.v. ῥαικακερεῖς .


ShortDef

with crumpled horns

Debugging

Headword:
στρεβλοκέρατος
Headword (normalized):
στρεβλοκέρατος
Headword (normalized/stripped):
στρεβλοκερατος
IDX:
97154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97155
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρεβλο-κέρᾱτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with crumpled horns</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ῥαικακερεῖς</span> .</div> </div><br><br>'}