Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στρατοπεδάρχης
στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδεία
στρατοπέδευμα
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στράφω
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
View word page
στρατοϋπηρέτης
στρᾰτο-ϋπηρέτης, ου, ,
A). army servant, prob. in Sammelb. 4293.8 .


ShortDef

army servant

Debugging

Headword:
στρατοϋπηρέτης
Headword (normalized):
στρατοϋπηρέτης
Headword (normalized/stripped):
στρατουπηρετης
IDX:
97144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97145
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρᾰτο-ϋπηρέτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">army servant</span>, prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 4293.8 </span>.</div> </div><br><br>'}