Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Στρατονίκεια
Στρατονικίς
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδεία
στρατοπέδευμα
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στράφω
στρέβλευμα
στρέβλη
View word page
στρατόπλωτος
στρᾰτόπλωτος, ον,(πλέω)
A). transporting an army, ῥῆτραι ς. orders for sailing, Lyc. 1037 .


ShortDef

transporting an army

Debugging

Headword:
στρατόπλωτος
Headword (normalized):
στρατόπλωτος
Headword (normalized/stripped):
στρατοπλωτος
IDX:
97142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97143
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρᾰτόπλωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">πλέω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transporting an army</span>, <span class="foreign greek">ῥῆτραι ς</span>. orders <span class="tr" style="font-weight: bold;">for sailing</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1037 </span>.</div> </div><br><br>'}